παπαδίτσα

παπαδίτσα
η
1. (βοτ.), φυτό της οικογένειας των σκιαδανθών, αλλ. αγκαθιά, φιδάγκαθο, άσπαρτο, σφαλάγκαθο.
2. (ζωολ.), είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκινελιδών, αλλ. λαμπρίτσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινέλα — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinellidae, γνωστό στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες λαμπρίτσα, παπαδίτσα, βασιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccinella < λατ. coccinus (< κόκκινος < κόκκος) + ella (< …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • παπαδιά — η, ΝΜ η σύζυγος τού παπά, η πρεσβυτέρα νεοελλ. μτφ. 1. σεμνότυφη γυναίκα 2. είδος παιχνιδιού 3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα τού σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου… …   Dictionary of Greek

  • αιγίθαλος — Ονομασία πολλών μικρών στρουθιομόρφων πουλιών του γένους πόρος ή α. Οι α. είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα: τρυποκάρυδα, παπαδίτσες, μελισσουργοί, καλόγεροι κ.ά. Ζουν πάνω στα δέντρα, όπου συνήθως χτίζουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες των κορμών ή …   Dictionary of Greek

  • ανισόστικτα — (anisosticta). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκινελιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 χιλιοστά. Έχουν σχήμα περίπου ωοειδές, η ράχη τους είναι κυρτή και το χρώμα τους είναι κόκκινο ή …   Dictionary of Greek

  • Λαδιά, Ελένη — (Αθήνα 1945 –). Αρχαιολόγος, θεολόγος και λογοτέχνης. Αν και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα αρχαιολογίας) και στη θεολογική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου, η λογοτεχνία υπήρξε η μοναδική της ενασχόληση. Έχει γράψει… …   Dictionary of Greek

  • παρίδες — (Paridae). Οικογένεια πτηνών. Oνομάζονται και αιγιθαλίδες. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής ζουν σε όλο τον κόσμο εκτός από τη Νότια Αμερική. Είναι κυρίως ενδημικά πουλιά και ζουν σε κήπους και σε δάση, όπου τρέφονται από τα καρποφόρα δέντρα. Tον… …   Dictionary of Greek

  • τρυποκάρυδο — το 1. το πουλί «αιγίθαλος», παπαδίτσα. 2. μτφ., άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”